- ἐπικληρῖτις
- ἐπικληρῖτιςfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επικληρίτις — ἐπικληρῑτις, ἡ (Α) [επίκληρος] η επίκληρος … Dictionary of Greek
ἐπικληρῖτιν — ἐπικληρῖτις fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)